ρήμαγμα

ρήμαγμα
και ρήμασμα, το, Ν [ρημάζω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ρημάζω, καταστροφή, ερήμωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ρήμαγμα — ρήμαγμα, το και ρήμασμα, το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρημάζω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ερήμωση — η (AM ἐρήμωσις) [ερημώνω] 1. καταστροφή, ρήμαγμα, κατερείπωση 2. κένωση, εγκατάλειψη τόπου νεοελλ. (για καλλιεργημένες εκτάσεις) αποψίλωση, απογύμνωση …   Dictionary of Greek

  • ερείπωση — η (Μ ἐρείπωσις) [ερειπώνω] 1. η λεηλάτηση, η ερήμωση, το ρήμαγμα, η καταστροφή κατοικημένου τόπου 2. το γκρέμισμα, η καταστροφή οικοδομήματος ή πόλης …   Dictionary of Greek

  • κατερείπωση — η (Α κατερείπωσις) [κατερειπώ] 1. πλήρης ερείπωση, κατακρήμνιση, γκρέμισμα 2. μτφ. καταστροφή, ρήμαγμα …   Dictionary of Greek

  • ρήμασμα — το, Ν βλ. ρήμαγμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”